обжитой - ορισμός. Τι είναι το обжитой
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι обжитой - ορισμός


обжитой      
ОБЖИТ'ОЙ, обжитая, обжитое; обжит, обжита, обжито, и ОБЖИТЫЙ, обжитая, обжитое; обжит, обжита, обжито (·разг. ). прич. страд. прош. вр. от обжить
.
обжитой      
прил.
Приспособленный, удобный для жилья.
ОБЖИТОЙ      
такой, в котором уже живут, приспособленный для житья.
Обжитое место. О. район города.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обжитой
1. Район Очаково-Матвеевское подается продавцами как обжитой.
2. Остров Кинг-Джордж в архипелаге Южные Шетлендские острова наиболее обжитой.
3. Больше всего для этого подходит обжитой и цивилизованный Ковалам-бич.
4. Хотя Митино - район обжитой, дома там кирпичные, с индивидуальной планировкой.
5. Не страшно было бросать обжитой уютный дом, родных, друзей?
Τι είναι обжитой - ορισμός